τετρακίων

τετρακίων
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις κίονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + κίων «κολόνα, στύλος» (πρβλ. πολυ-κίων)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τετρακίονος — τετρακίων with four pillars gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρακίοσι — τετρακίων with four pillars dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κίονας — Ένα από τα κύρια στοιχεία των απλών ορθοστατικών κατασκευών. Μπορεί να έχει διάφορες μορφές και διαστάσεις, αλλά γενικά αποτελείται από τρία μέρη, τη βάση, τον κορμό και το κιονόκρανο (εκτός από τον δωρικό κ., ο οποίος δεν έχει ιδιαίτερη βάση).… …   Dictionary of Greek

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακιονίς — ίδος, ή, κατ άλλους, τετρακιόνις, όνιδος, ἡ, Μ τάφος αγίου με τέσσερεις κίονες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακίων, ονος «αυτός που έχει τέσσερεις κίονες» + κατάλ. ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”